Διάλεξη - Σεμινάριο
Ρετρό Τραγούδια Σύγχρονοι Μύθοι
Τα τραγούδια είναι το συλλογικό μας ημερολόγιο κι αν θέλουμε να το ξεφυλλίσουμε σωστά, θα πρέπει ν’ αναρωτηθούμε: ποιος τα έγραψε, γιατί, και πώς καθρέφτισαν ή καθόρισαν την εικόνα της γυναίκας και του άνδρα στην κοινωνία μας. Δ.Ν.
Ο Δαυίδ Ναχμίας ανοίγει τη διάλεξη μιλώντας για τα ιστορικά γεγονότα και τις κοινωνικές εξελίξεις που χαρακτήρισαν την Ελλάδα τις δεκαετίες του 1900-1950. Οι Μεσοπόλεμος, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η Μικρασιατική Καταστροφή και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος διαμόρφωσαν έντονα το συλλογικό φαντασιακό, τα ήθη και την καθημερινότητα. Ανάμεσα σε πολιτικές αναταραχές, οικονομικές δυσκολίες και ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές, η ανάγκη για διασκέδαση και ψυχική εκτόνωση γινόταν όλο και πιο έντονη.
Οι μουσικές σκηνές στα αστικά κέντρα (ιδίως η Αθήνα, ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη) ανθούσαν για να προσφέρουν στο κοινό στιγμές φυγής από την πεζή πραγματικότητα. Την εποχή εκείνη συνυπήρχαν διαφορετικά μουσικά ρεύματα: το λεγόμενο «ελαφρό τραγούδι», το ρεμπέτικο, αλλά και κομμάτια που επηρεάστηκαν από δυτικές φόρμες, όπως τα ταγκό και τα βαλς. Παράλληλα, υπήρχε και το αρχοντορεμπέτικο, μια πιο «εξευγενισμένη» εκδοχή της λαϊκής δημιουργίας.
Καθώς ακούγονται οι νότες ενός παλιού λογοκριμένου τότε τραγουδιού, εξηγεί ότι οι δημιουργοί της εποχής λειτουργούσαν εντός ενός πλαισίου γεμάτου περιορισμούς και λογοκρισία – είτε επίσημη, από δικτατορικά καθεστώτα όπως η λογοκρισία της δικτατορίας του Μεταξά, είτε ανεπίσημη, μέσα από τις ηθικές και κοινωνικές νόρμες. Η βιομηχανία του δίσκου βρισκόταν σε πρώιμο, αλλά σημαντικό στάδιο ανάπτυξης, και τα ελαφρά τραγούδια «έπαιζαν» σε καφεθέατρα, κινηματογράφους και μικρές μουσικές σκηνές.
Ο ρόλος του στιχουργού, του συνθέτη και των ερμηνευτών ήταν συχνά διακριτός, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα προσαρμοζόταν στις «νόρμες» της αγοράς: έπρεπε να είναι αρεστό στο κοινό που αναζητούσε στιγμές διασκέδασης, συναισθηματικής εκτόνωσης ή ακόμα και παρηγοριάς μέσα στα δύσκολα χρόνια. Η δισκογραφία είχε αρχίσει να οργανώνεται και οι εταιρείες έψαχναν «εμπορικές επιτυχίες» – τραγούδια που να μπορούν να «πουλήσουν» είτε στα σαλόνια των αστών είτε στα λαϊκά κέντρα.
Αμέσως μετά, ρίχνουμε μια ματιά στους στίχους κάποιων τραγουδιών της εποχής, σχολιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται στη γυναίκα. Την αποκαλεί «το λουλούδι της καρδιάς», «η πηγή της ομορφιάς», μα ταυτόχρονα της αποδίδει παθητικούς ή διφορούμενους ρόλους. Σε πολλά κομμάτια διαπιστώνει κανείς ότι η γυναίκα περιγράφεται σαν αντικείμενο πόθου ή έπαθλο, σχεδόν εξιδανικευμένη ή αντίθετα, καταγράφεται ως πηγή προβλημάτων και αμαρτίας.
Αυτό οφειλόταν στην άνιση θέση της γυναίκας στην κοινωνία, αλλά και στο γεγονός ότι οι στίχοι γράφονταν σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες: στιχουργούς που εξέφραζαν τη δική τους οπτική για το «ωραίο φύλο». Η γυναίκα στην καλύτερη περίπτωση ιδανικοποιούνταν ως μητέρα, μούσα ή «ερωτικό αντικείμενο», και στη χειρότερη δαιμονοποιούνταν ως άπιστη, επικίνδυνη ή «φεμ φατάλ». Αυτή η μονοδιάστατη παρουσίαση δημιουργούσε συχνά μια στρεβλή εικόνα της γυναικείας ψυχοσύνθεσης.
Η διαδραστικότητα της διάλεξης έγκειται και στις ερωτήσεις που θέτω στο κοινό: «Πώς θα ήταν οι στίχοι αν είχαν γραφτεί από γυναίκες της εποχής;» ή «Ποια συναισθήματα εκφράζουν αυτοί οι στίχοι και σε ποιο βαθμό αντανακλούν την πραγματικότητα;» Έτσι, το κοινό συμμετέχει, εκφράζει δικές του σκέψεις και εμπειρίες, και συνειδητοποιεί πώς συχνά πίσω από τις λέξεις μιας μελωδίας κρύβονται κοινωνικές κατασκευές και στερεότυπα.
Στη συνέχεια, κάνουμε μία συγκριτική ανάλυση με σύγχρονες επιτυχίες, αναφέροντας μερικά σημερινά τραγούδια για να αναδείξομε τις ομοιότητες και τις διαφορές.
Σε αυτό το σημείο, η διάλεξη γίνεται ακόμη πιο ζωντανή. Ο Δαυίδ Ναχμίας καλεί τον Θάνο Πολύδωρα, τη Ρένα Στρούλιου και την Έλενα Γκατζά να ερμηνεύσουν από ένα χαρακτηριστικό τραγούδι:
Τα τραγούδια τελικά δεν είναι απλώς διασκεδαστικά ακούσματα, αλλά δείκτες της κοινωνικής πραγματικότητας κάθε εποχής. Μέσα από αυτά αποκαλύπτονται:
Η μελέτη του ρεπερτορίου του πρώτου μισού του 20ού αιώνα μάς βοηθάει να κατανοήσουμε αφενός τις ρίζες της σύγχρονης μουσικής μας, αφετέρου τις διαρκείς προκλήσεις που αφορούν ζητήματα ισότητας και σεβασμού μεταξύ των φύλων.
Η διάλεξη ολοκληρώνεται με έναν επίλογο μελωδικό: Επιστροφή στο πιάνο και πρόσκληση των παρευρισκομένων που επιθυμούν, να έρθουν κοντά και να τραγουδήσουν μαζί ένα παλιό, αγαπημένο κομμάτι που αντηχεί σαν γέφυρα ανάμεσα στο «τότε» και το «τώρα».